- επισκήπτω
- ἐπισκήπτω (AM)1. (κυρίως για κάποιο κακό) ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει («ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾱγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν τόδε», Αισχ.)2. ρίχνω σε κάποιον την υποχρέωση για κάτι, ορίζω να κάνει ή να υποστεί κάτι («Μοῑρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», Αισχύλ.)3. διατάζω, προστάζω4. εξορκίζω κάποιον να κάνει κάτι («ἃ οἱ πατέρες ἡμῑν ἐπέσκηπτον ἀπαγγέλειν», Πλάτ.)5. (για εντολή, διαταγή ετοιμοθάνατου) αφήνω παραγγελία («μέμνησθε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσαις...», Ηρόδ.)6. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα7. πέφτω πάνω σε κάποιον με ορμή8. μέσ. ἐπισκήπτομαι(ως αττ. δικαν. όρος) καταγγέλλω κάποιον για ψευδομαρτυρία9. παθ. είμαι ένοχος για κάτι, κατηγορούμαι για κάτι («πρὸς τῆς θανούσης τῆσδ’ ἐπεσκήπτου μόρον», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκήπτω «υποστηρίζω, κάνω κάτι να πέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.